Ως ερπετοπανίδα μιας περιοχής ορίζεται το σύνολο των ερπετών και αμφιβίων τα οποία απαντώνται σε αυτή.

Στην παρούσα σελίδα μπορείτε να βρείτε γενικές πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά που εμφανίζουν τα είδη ερπετοπανίδας καθώς και για τις οικογένειες ερπετών και αμφιβίων που συναντώνται στο νησί της Κύπρου.

Ερπετά

Τα ερπετά είναι μια από τις αρχαιότερες εξελικτικές ομάδες των σπονδυλοζώων. Είναι απόγονοι των ψαριών και των αμφιβίων ενώ από τον κλάδο των ερπετών προέρχονται τα σημερινά πτηνά και τα θηλαστικά. Την ονομασία τους «Ερπετά» την οφείλουν στην έρπουσα κίνησή τους στο έδαφος. Αν και ο περισσότερος κόσμος πιστεύει πως τα ερπετά ζουν μόνο στο έδαφος και κρύβονται σε σχισμές βράχων και κάτω από πέτρες, υπάρχουν αρκετές ομάδες οι οποίες ζουν είτε πάνω σε δέντρα είτε στη μέσα στη θάλασσα.

Ρύθμιση θερμοκρασίας

Τα ερπετά είναι εξώθερμα ζώα, δηλαδή δεν μπορούν να ρυθμίσουν τη θερμοκρασία του σώματός τους μέσω εσωτερικών μεταβολικών διεργασιών. Εντούτοις, έχουν την ικανότητα να ρυθμίσουν τη θερμοκρασία τους μέσα από την συμπεριφορά τους, αξιοποιώντας την θερμότητα της ηλιακής ακτινοβολίας αλλά και τα διάφορα θερμικά μικροπεριβάλλοντα στις περιοχές που απαντώνται.

Δέρμα

Το κορμί των ερπετών είναι καλυμμένο από φολίδες (λέπια) καμωμένα από μια ουσία η οποία ονομάζεται κερατίνη. Οι φολίδες αποτελούν το ξηρό, μαλακό εξωτερικό μέρος του δέρματος και η κύρια τους ιδιότητα είναι να αποτρέπουν την απώλεια νερού από το σώμα. Τα ερπετά χρωστούν τους διάφορους χρωματισμούς τους σε χρωματοφόρα κύτταρα που βρίσκονται ακριβώς κάτω από τα λέπια. Οι χρωματισμοί των διαφόρων ειδών είναι αποτέλεσμα της προσαρμογής στον εκάστοτε τρόπο ζωής και τη συμπεριφορά.

Τα ερπετά αποβάλλουν το εξωτερικό μέρος του δέρματος τους αρκετές φορές εντός της δραστήριας περιόδου με μια διαδικασία η οποία ονομάζεται «έκδυση». Το στρώμα αυτό αντικαθιστάται με νέο και πιο υγιές στρώμα. Στα φίδια, το εξωτερικό αυτό στρώμα αποβάλλεται ενιαίο χωρίς να τεμαχιστεί, ενώ στις σαύρες και τις χελώνες, η αποβολή του γίνεται τμηματικά.

Αναπνοή και κυκλοφορία

Αναπνέουν μέσω πνευμόνων οι οποίοι είναι καλά ανεπτυγμένοι και το κυκλοφορικό τους σύστημα αποτελείται από αρτηρίες, φλέβες και μια καρδιά με τρία τμήματα (δύο κόλπους και μία κοιλία).

Άκρα και κίνηση

Οι χελώνες και οι περισσότερες σαύρες διαθέτουν καλά ανεπτυγμένα άκρα (χέρια και πόδια) που στα δάκτυλά τους φέρουν γαμψά νύχια, ενώ στα φίδια τα άκρα απουσιάζουν. Ορισμένες σαύρες επίσης δεν έχουν άκρα και ονομάζονται άποδες σαύρες, ενώ υπάρχουν και σαύρες των οποίων τα άκρα είναι δυσανάλογα μικρά σε σύγκριση με το υπόλοιπο σώμα. Οι σαύρες αυτές δεν είναι τόσο γρήγορες και η κίνησή του κορμιού τους μοιάζει με την κίνηση των φιδιών.

Τα ερπετά, λόγω του εξώθερμου χαρακτήρα τους, δεν χρειάζεται να προσλαμβάνουν μεγάλα ποσά ενέργεια μέσα από τη διατροφή τους για να ζήσουν (σε αντίθεση με τα πτηνά και τα θηλαστικά που), ενώ ιδιαίτερες προσαρμογές της φυσιολογίας τους εμποδίζουν την απώλεια νερού. Τα χαρακτηριστικά αυτά έδωσαν την δυνατότητα στα ερπετά να αποικήσουν ακόμα και στα πιο άγονα μέρη του πλανήτη. Τρέφονται με μικρές ποσότητες τροφής (μικρά έντομα, βατράχια, άλλα ερπετά, πτηνά και μικρά θηλαστικά) και αποτελούν ένα από τους πιο σημαντικούς κρίκους στην διατροφική αλυσίδα των οικοσυστημάτων


Σαύρες

Πρόκειται για ομάδα της τάξης των φολιδοτών με ευρεία εξάπλωση καθώς συναντάται σε όλες τις ηπείρους εκτός της ανταρκτικής και ακόμα σε μέρη με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Η ομάδα των σαυρών περιλαμβάνει περισσότερα από 6.000 διαφορετικά είδη. Η ομάδα των σαυρών φέρει αρκετές ομοιότητες με τα φίδια (καθώς βρίσκονται στην ίδια εξελικτική τάξη) αλλά διαφέρει από αυτά κυρίως στο ότι οι σαύρες έχουν τέσσερα καλά σχηματισμένα άκρα (πόδια) και εξωτερικό αυτί.

Στην Κύπρο συναντώνται 11 είδη σαυρών τα οποία χωρίζονται σε 5πέντε οικογένειες, (α) τα κροκοδειλάκια με έναν αντιπρόσωπο, (β) τους χαμαιλέοντες με ένα αντιπρόσωπο, (γ) τα σαμιαμίδια με δύο αντιπροσώπους, (δ) τις κοινές σαύρες με τρείς αντιπρόσωπους και (ε) τα λιακόνια με τέσσερεις αντιπροσώπους. Από τις σαύρες του νησιού οι μεγαλύτερες είναι ο Κουρκουτάς και ο Ευμήκης με μήκος που μπορεί να φτάσει και το μισό μέτρο (50cm)

Όλα τα είδη σαυρών προστατεύονται από την Σύμβαση της Βέρνης ενώ τα περισσότερα από αυτά προστατεύονται και από την εθνική νομοθεσία [Νόμος 153(Ι)2003] αλλά και την Ευρωπαϊκή Οδηγία 92/45/ΕΚ. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η Αμμόσαυρα η οποία είναι αυστηρά προστατευόμενη και έχει κηρυχτεί ως κινδυνεύον από την Διεθνή Ένωσης για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN).

Δέρμα

Το κορμί των σαυρών όπως και των φιδιών είναι καλυμμένο από φολίδες οι οποίες προστατεύουν το ζώο ποικιλότροπως. Ιδιαίτερα σημαντική ιδιότητα του δέρματος είναι η στεγανότητα του η οποία εμποδίζει την απώλεια νερού μέσω αυτής γεγονός που επιτρέπει στις σαύρες να αποικίζουν άνυδρες περιοχές. Οι σαύρες, όπως και τα φίδια, αλλάζουν σε τακτά χρονικά διαστήματα το δέρμα τους μέσω διαδικασίας που ονομάζεται έκδυση. Σε αντίθεση με τα φίδια το δέρμα στις σαύρες δεν αποβάλλεται ως ένα ενιαίο κομμάτι, αλλά τμηματικά.

Όσφρηση

Οι σαύρες λαμβάνουν πληροφορίες αναφορικά με τις οσμές του περιβάλλοντος, τόσο μέσω των ρουθουνιών τους, όσο και μέσω ενός οργάνου που βρίσκεται στην οροφή του στόματος τους και ονομάζεται όργανο του «Jacobson». Με τη βοήθεια της γλώσσας, την οποία βγάζουν συνέχεια έξω από το στόμα, συλλέγουν οσμές (σωματίδια χημικών ουσιών) από τον αέρα και το έδαφος. Όταν η γλώσσα επιστρέφει πίσω στο στόμα τα σωματίδια προσκολλούνται στους χημικούς υποδοχείς του οργάνου του «Jacobson» το οποίο τα ανιχνεύει. Το σύστημα αυτό είναι εξαιρετικά ευαίσθητο και πολύ καλύτερο από την όσφρηση των ανθρώπων.

Ακοή

Η ικανότητα ακοής στις σαύρες αν και καλύτερη από τα φίδια είναι αρκετά περιορισμένη. Στα περισσότερα είδη, το εξωτερικό αυτί είτε απουσιάζει, είτε είναι αρκετά υποπλασμένο γεγονός το οποίο δυσχεραίνει την σύλληψη ήχων μέσω του αέρα. Μέσω της εξωτερικής τυμπανικής μεμβράνης και του σύστημα μετάδοσης ήχων στο εσωτερικό αυτί, οι σαύρες μπορούν να ακούσουν αρκετά καλά τις χαμηλές συχνότητες, ενώ κάποιες κατηγορίες όπως τα σαμιαμίδια μπορούν να ακούσουν εξίσου καλά και τις υψηλές συχνότητες.

Όραση

Η πλειοψηφία των σαυρών έχει πολύ καλή έγχρωμη όραση η οποία τα βοηθά, τόσο στον εντοπισμό κινήσεων και στη σύλληψη της τροφής τους, όσο και στην ανάπτυξη πλήθους συμπεριφορών. Οι συμπεριφορές αυτές στηρίζονται στην αντίδραση σε οπτικά μηνύματα μέσω κινήσεων αλλά και επίδειξης χρωματισμών σε μέρη τους σώματός τους.

Αυτοτομία ουράς

Αρκετά είδη σαυρών έχουν την ικανότητα να τέμνουν την ουρά τους (αυτοτομία ουράς) σε μία προσπάθεια να ξεφύγουν από θηρευτές. Το κομμένο τμήμα της ουράς πραγματοποιεί έντονες συσπάσεις και ο θηρευτής εστιάζει σε αυτό γεγονός που δίνει αρκετό χρόνο στη σαύρα να απομακρυνθεί σε ασφαλές καταφύγιο. Το κομμένο τμήμα της ουράς θα αναγεννηθεί με την πάροδο του χρόνο (λίγες εβδομάδες). Διαφέρει από το αρχικό τμήμα της ουράς μόνο στην εσωτερική του σύνθεση καθώς ο σκελετός εντός της αναγεννημένης ουράς δεν αποτελείται από οστίτη ιστό αλλά από χόνδρο.


Οικογένειες που συναντώνται στην Κύπρο


ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ AGAMIDAE:

Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει 433 είδη τα οποία απαντώνται σε Ευρώπη, Αυστραλία, Αφρική και Ασία. Πρόκειται για ημερόβιες σαύρες μεσαίου μεγέθους που δεν ξεπερνούν το μισό μέτρο σε μήκος. Αν και παρουσιάζεται μεγάλη ποικιλομορφία, ως προς το χρώμα και τη μορφή στους αντιπρόσωπους της ομάδας αυτής το τριγωνικό κεφάλι και η απουσία μεγάλων φολίδων από την πάνω μέρος αυτού αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό σε όλα τα άτομα της οικογένειας αυτής. Στην Κύπρο εντοπίζεται μόνο ένας αντιπρόσωπος, ο Κουρκουτάς.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ CHAMAELEONIDAE:

Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει 197 είδη τα περισσότερα εκ των οποίων απαντώνται στην Αφρική και την Ασία. Πρόκειται για ιδιαίτερα αργοκίνητες, ημερόβιες σαύρες οι οποίες έχουν προσαρμοστεί στην δενδρόβια διαβίωση. Διαθέτουν πλευρικά πεπιεσμένο σώμα, διογκωμένα μάτια με ανεξάρτητη λειτουργία, δάκτυλα και ουρά προσαρμοσμένα για να συγκρατούν το ζώο στα κλαδιά των δέντρων καθώς και μια μοναδική ικανότητα μεταβολής των χρωματισμών της επιδερμίδας για εύκολη κάλυψη στην βλάστηση. Στην Κύπρο εντοπίζεται μόνο ένας αντιπρόσωπος, ο κοινός Χαμαιλέοντας.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ GEKKONIDAE:

Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει 945 είδη τα περισσότερα εκ των οποίων απαντώνται τους Τροπικές περιοχές. Πρόκειται για μικρού μεγέθους νυχτόβια είδη με άριστες αναρριχητικές ικανότητες. Οι ικανότητες αυτές οφείλονται στην παρουσία ειδικών σχηματισμών σαν βεντούζες που βρίσκονται στα δάχτυλα των περισσοτέρων ειδών και τα οποία του επιτρέπουν να αναρριχάται ακόμα και τους πιο λείες επιφάνειες. Τα είδη τους οικογένειας έχουν την ικανότητα να παράγουν ήχους ενώ το δέρμα τους φέρει πολλά μικρά επάρματα. Στην Κύπρο εντοπίζεται μόνο δύο αντιπρόσωποι, το Σαμιαμίδι και ο Μισιαρός.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ LACERTIDAE:

Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει 312 είδη τα οποία εξαπλώνονται σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική. Πρόκειται για την οικογένεια που περιγράφηκε πρώτη και η μορφολογία των αντιπροσώπων της θεωρείται η πιο «τυπική» μορφή σαυρών. Οι λασερτιδες είναι γρήγορες σαύρες, με καλά σχηματισμένα άκρα και κεφάλη. Κυνηγούν κατά τη διάρκεια της ημέρας και σχεδόν όλες γεννούν αυγά με εξαίρεση περιορισμένο αριθμό ειδών που γεννούν απευθείας νεαρά άτομα. Στην Κύπρο εντοπίζεται τρείς αντιπρόσωποι της οικογένειας αυτής, η Αμμόσαυρα, η Αλιζαύρα και η Σαύρα του Τροόδους.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ SCINCIDAE:

Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει 1.560 είδη και αποτελεί την μεγαλύτερη οικογένεια σαυρών. Αντιπρόσωποι της εντοπίζονται σε όλο τον πλανήτη με εξαίρεση την ήπειρο της Ανταρκτικής ενώ παρουσιάζουν εντυπωσιακή ποικιλομορφία, τόσο στο μέγεθος (από 2 – 35cm), όσο και στη μορφολογία και τη συμπεριφορά. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της οικογένειας είναι τα υποπλασμένα άκρα, η απουσία ευδιάκριτου λαιμού, η λεία επιφάνεια δέρματος και η επικαλυπτόμενες πυκνά διατεταγμένες φολίδες. Λόγω την υποπλασμένων άκρων η κίνηση των ατόμων μοιάζει περισσότερο με κίνηση φιδιού παρά με τυπικής σαύρας. Τα άκρα απουσιάζουν τελείως από μερικούς αντιπροσώπους της οικογένειας. Στην Κύπρο εντοπίζεται τέσσερεις αντιπρόσωποι της οικογένειας αυτής, ο Αβλέφαρος, το Λιακόνι, η Βυζάστρα και ο Ευμήκης.

Χελώνες

Πρόκειται για μια από τις αρχαιότερες εξελικτικές ομάδες των ερπετών. Κατανέμεται σε τέσσερεις οικογένειες οι οποίες περιλαμβάνουν σχεδόν 300 διαφορετικά είδη. Το σώμα τους περιβάλλεται από ένα προστατευτικό περίβλημα που ονομάζεται «χέλυο» ή «καβούκι». Το περίβλημα αυτό αποτελείται από ένα κυρτό ραχιαίο τμήμα (θυρεός) και ένα επίπεδο κοιλιακό τμήμα (πλάστρον). Το χέλυο σε αρκετά είδη έχει το ρόλο πανοπλίας καθώς τόσο το κεφάλι όσο και τα άλλα άκρα του ζώου μπορούν να αποσυρθούν στο εσωτερικό του χελύου για προστασία. Όπως και τα υπόλοιπα ερπετά, έτσι και οι χελώνες συναντιούνται σε όλες τις ηπείρους εκτός της ανταρκτικής και ακόμα σε μέρη με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Στην Κύπρο συναντώνται τρία είδη χελωνών. Δύο από αυτές είναι θαλάσσιες και μία ζει στο γλυκό νερό των ποταμών. Και τα τρία είδη είναι αυστηρά προστατευόμενα τόσο από Ευρωπαϊκές Οδηγίες, όσο και από την εθνική νομοθεσία. Στην Κύπρο, δεν υπάρχουν χελώνες της ξηράς.

Δέρμα

Το κορμί των χελωνών είναι και αυτό καλυμμένο από φολίδες, όπως ακριβώς στα φίδια και τις σαύρες αν και φέρει ορισμένες ιδιαιτερότητες. Οι ιδιαιτερότητες αυτές οφείλονται στην παρουσία του χελύου το οποίο αποτελείται από δύο στρώματα πλακών. Το εξωτερικό στρώμα είναι από κερατίνη ενώ το εσωτερικό οστέινο. Καθώς μεγαλώνει σε ηλικία και μέγεθος ένα άτομο, καινούρια στρώματα κερατίνης προστίθενται κάτω από τα παλαιά

Σκελετός

Ο σκελετός των χελωνών είναι αρκετά διαφορετικός από ότι των υπόλοιπων ερπετών και αυτό λόγω της παρουσίας του χελύου. Τα τμήματα των ραχιαίων σπονδύλων και οι πλευρές του ζώου είναι ενωμένα μαζί με το οστείνο τμήμα του χελύου, συνθέτοντας ένα ενιαίο, ισχυρό και πολύ σταθερό σώμα.

Ακοή

Αν και διαθέτουν μέσο και εσωτερικό αφτί, η αντίληψη του ήχου είναι αρκετά περιορισμένη.

Όσφρηση - Όραση

Σε αντίθεση με την ακοή, οι χελώνες διαθέτουν πολύ καλή όσφρηση και οξεία όραση. Φαίνεται μάλιστα πως είναι σε θέση να διακρίνουν τα χρώματα τόσο καλά, όσο και ο άνθρωπος.

Διατροφή

Οι χελώνες δεν έχουν δόντια σαν τα υπόλοιπα ερπετά και το στόμα τους μοιάζει περισσότερο με ράμφος πουλιού παρά με στόμα σαύρας ή φιδιού. Αντί για δόντια διαθέτουν σκληρές κεράτινες θήκες μέσω των οποίων συνθλίβουν την τροφή τους. Είναι ως επί το πλείστων παμφάγες αν και υπάρχουν ορισμένα είδη του εξωτερικού τα οποία είναι αποκλειστικά σαρκοφάγος και τρέφονται με βατράχια, ψάρια και όποιο άλλο ζώο μπορούν να συλλάβουν.

Φίδια

Πρόκειται για ερπετά, χωρίς πόδια, με μακρύ ευέλικτο κορμί.

Με περισσότερες από 10 οικογένειες και περισσότερα από 2500 είδη τα φίδια είναι μια μεγάλη και εξελικτικά πετυχημένη κατηγορία ζώων. Συναντώνται σε όλες τις ηπείρους εκτός της Ανταρκτικής, ακόμα και σε μέρη με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες.

Στην Κύπρο απαντώνται οκτώ είδη φιδιών από τα οποία τα τρία είναι δηλητηριώδη αλλά μόνο το ένα επικίνδυνο για τον άνθρωπο. Ένα από τα οκτώ είδη φιδιών είναι ενδημικό είδος της Κύπρου (το επονομαζόμενο κυπριακό φίδι) και ένα δεύτερο ενδημικό υποείδος (το κυπριακό νερόφιδο).

Δέρμα

Το κορμί των φιδιών όπως και των σαυρών είναι καλυμμένο από φολίδες. Τα φίδια αποβάλλουν το εξωτερικό μέρος του δέρματος τους σε συγκεκριμένη περίοδο του έτους. Το παλιό δέρμα αντικαθιστάται από ένα και πιο υγιές στρώμα μέσω μιας διαδικασίας η οποία ονομάζεται έκδυση. Η διαδικασία αυτή πραγματοποιείται αρκετές φορές το χρόνο και η συχνότητα της εξαρτάται κυρίως από την ηλικία του ατόμου και το ρυθμό ανάπτυξής του. Σε αντίθεση με τις σαύρες, τα φίδια αλλάζουν το δέρμα του όχι σταδιακά και τμηματικά αλλά όλο μαζί βγάζοντας το σαν πουκάμισο.

Σκελετός

Ο σκελετός των φιδιών είναι πολύ ελαφρύς και πολύ ευέλικτος. Διαθέτουν ένα σχετικά μεγάλο αριθμό σπονδύλων που ξεπερνά τους εκατό και σε μερικά είδη μπορεί να φτάσει και τους 400. Σαν μέτρο σύγκρισης ο άνθρωπος έχει μόνο 32 σπόνδυλους. Αυτό το χαρακτηριστικό τους σε συνδυασμό με τους μύες που βρίσκονται μεταξύ των σπονδύλων κάνει τα φίδια πολύ ευέλικτα ζώα.

Η ανατομία του κρανίου των φιδιών έχει ιδιαίτερες προσαρμογές. Τα κόκαλα που αποτελούν τη σιαγόνα των φιδιών δεν είναι προσαρμοσμένα στο κρανίο. Αντί αυτού συνδέονται, τόσο μεταξύ τους, όσο και με το κρανίο μέσω ελαστικών ιστών και μυών. Η σύνδεση αυτή παρέχει στις σιαγώνες των φιδιών εξαιρετική ελαστικότητα η οποία επιτρέπει στα φίδια να τρώνε ζώα πολύ μεγαλύτερα από το κεφάλι τους.

Όσφρηση

Τα φίδια λαμβάνουν πληροφορίες αναφορικά με τις οσμές του περιβάλλοντος, τόσο μέσω των ρουθουνιών τους, όσο και μέσω ενός οργάνου που βρίσκεται στην οροφή του στόματος τους και ονομάζεται όργανο του «Jacobson». Με τη βοήθεια της γλώσσας, την οποία βγάζουν συνέχεια έξω από το στόμα, συλλέγουν οσμές (σωματίδια χημικών ουσιών) από τον αέρα και το έδαφος. Όταν η γλώσσα επιστρέφει πίσω στο στόμα τα σωματίδια προσκολλούνται στους χημικούς υποδοχείς του οργάνου του «Jacobson» το οποίο τα ανιχνεύει. Το σύστημα αυτό είναι εξαιρετικά ευαίσθητο και πολύ καλύτερο από την όσφρηση των ανθρώπων.

Ακοή

Τα φίδια δεν έχουν εξωτερικά ακουστικά όργανα (αυτιά). Εντούτοις διαθέτουν ένα σύστημα μετάδοσης και αναγνώρισης ήχου το οποίο συντελείται από μικρά οστά εντός του κρανίου. Το σύστημα αυτό τους επιτρέπει να ακούνε χαμηλής συχνότητας ήχους και να αισθάνονται δονήσεις οι οποίες ταξιδεύουν μέσω του εδάφους ή του νερού.

Όραση

Η πλειοψηφία των φιδιών έχει πολύ καλή όραση η οποία τα βοηθά ιδιαίτερα στον εντοπισμό κινούμενων αντικειμένων. Υπάρχουν όμως ορισμένες ομάδες οι οποίες ζουν κάτω από το χώμα και οι οποίες το μόνο το οποίο μπορούν να διακρίνουν είναι τις αυξομειώσεις του φωτός.

Δηλητήριο

Πολλά είδη φιδιών εγχέουν στη λεία τους δηλητήριο μέσα από κατάλληλους σχηματισμούς στα μπροστινά ή τα πίσω δόντια τους. Τα περισσότερα δηλητηριώδη φίδια δαγκώνουν τη λεία τους και περιμένουν το δηλητήριο να δράσει προτού την καταπίνουν ολόκληρη. Το δηλητήριο παράγεται σε αδένες στο πίσω μέρος των πλευρών του κεφαλιού (παρώτιοι αδένες) και περιέχει ένα συνδυασμό από δηλητηριώδης ουσίες. Μερικές από αυτές παραλύουν το νευρικό σύστημα ενώ άλλες σπάζουν τους ιστούς του σώματος ώστε η λεία να χωνεύεται πριν ακόμα φτάσει στο στομάχι.



Οικογένειες που συναντώνται στην Κύπρο


ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ TYPHLOPIDAE:

Τα τυφλά φίδια αποτελούν μια οικογένεια με περίπου 260 μέλη διαιρούμενα σε έξη γένη και βρίσκονται συχνά σε τροπικές περιοχές. Η εμφάνιση τους παραπέμπει σε γεωσκώληκες λόγω του μικρού μεγέθους τους (συχνά κάτω από 15cm), του και των πολύ μικρών ματιών τους τα οποία είναι ικανά να διακρίνουν μόνο την ύπαρξη ή όχι φωτός. Εμφανίζουν συνήθως μαύρο, καστανό ή ροζ χρώμα και η άκρη του ρύγχους τους η οποία προεξέχει χρησιμοποιείται ως φτυάρι για το σκάψιμο λαγουμιών. Περνούν τον περισσότερο χρόνο τους υπογείως και σπάνια εμφανίζονται πάνω από το έδαφος. Το μόνο είδος της οικογένειας το οποίο συναντάται στην Κύπρο είναι ο Ανήλιος.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ COLUBRIDAE:

Η οικογένεια των κολουμπρίδων είναι ποικιλόμορφη και παραφυλετική, καθώς σε αυτή κατατάσσονται τα φίδια τα οποία δεν έχουν αρκετά χαρακτηριστικά για να συμπερηληφθούν σε άλλες ομάδες. Με ελάχιστες εξαιρέσεις η οικογένεια αποτελείται από ακίνδυνα για τον άνθρωπο άγλυφα ή οπισθόγλυφα φίδια. Έξι από τα οκτώ φίδια της Κύπρου ανήκουν σε αυτή την οικογένεια: ο Δρόπης, το Θερκό, το Κυπριακό νερόφιδο, το Κυπριακό φίδι, ο Ξυλόδροπης και η Σαϊττα.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ VIPERIDAE:

Η οικογένεια Viperidae αποτελείται από περίπου 330 είδη με εξάπλωση στην Ευρώπη, την Αφρική και την Αμερική. Τα περισσότερα από τα είδη της οικογένειας είναι ωοζωοτόκα αν και έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις ωοτοκίας. Τα είδη χαρακτηρίζονται απο τα μεγάλα ιοβόλα δόντια τους, τα οποία διπλώνονται στον ουρανίσκο όταν το φίδι δεν τα χρησιμοποιεί. Συνήθως βασίζονται στο καμουφλάζ για να κινηγήσουν και συχνά δεν κινούνται όταν ένας άνθρωπος τα πλησιάσει, με αποτέλεσμα το δάγκωμα του. Η Φίνα είναι ο ένας αντιπρόσωπος της οικογένειας στην Κύπρο και το μόνο είδος το οποίο είναι επικίνδυνο για τον άνθρωπο.

Αμφίβια

Αν και τα αμφίβια δεν αποτελούν μέρος της ομάδας των ερπετών, συνήθως εξετάζονται και μελετώνται παράλληλα με αυτά.

Εξελικτικά τοποθετούνται μεταξύ των ψαριών και των υπόλοιπων χερσαίων σπονδυλοζώων και χαρακτηρίζονται από την ιδιαιτερότητά τους να διανύουν μέρος της ζωής τους σε υγρό περιβάλλον (στα πρώτα στάδια της ανάπτυξής τους) και μέρος αυτής σε ξηρό περιβάλλον. Στην ιδιαιτερότητά αυτή οφείλουν και το όνομά τους (αμφίβια) το οποίο προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «αμφί» που σημαίνει ανάμεσα σε δύο μέρη και «βίο» που σημαίνει ζωή.

Στον κόσμο σήμερα έχουν αναγνωριστεί περίπου 7.000 αμφίβια τα οποία χωρίζονται σε 3 μεγάλες ομάδες. Οι ομάδες αυτές είναι (α) τα ουροδελή τα οποία είναι ζώα με καλά ανεπτυγμένα άκρα και ουρά (π.χ. σαλαμάνδρες), (β) τα άνουρα τα οποία αποτελούν και την μεγαλύτερη από τις τρείς ομάδες και τα οποία αν και έχουν ανεπτυγμένα άκρα, δεν διαθέτουν ουρά (βατράχια) και τα (γ) άποδα τα οποία δεν διαθέτουν άκρα (μικρός αριθμός αντιπροσώπων).

Στην Κύπρο συναντώνται μόνο τρία είδη άνουρων αμφιβίων σε περιοχές με πλούσια ή περιορισμένη παρουσία νερού.

Δέρμα

Το δέρμα των αμφιβίων είναι πολύ διαφορετικό από αυτό των ερπετών. Δεν καλύπτεται από φολίδες ή άλλους εξωτερικούς σχηματισμού αλλά είναι λεπτό και μαλακό και φέρει πλήθος αδένων. Οι αδένες αυτοί εκκρίνουν ουσίες οι οποίες βοηθούν την διατήρηση της υγρασίας αλλά και την άμυνα του οργανισμού. Στις ουσίες αυτές οφείλεται η γλιστερή υφή της επιδερμίδας τους.

Σκελετός

Τα αμφίβια διαθέτουν τυπικό οστίτη ιστό με ελαφριά κοίλα οστά. Τα περισσότερα αμφίβια διαθέτουν τέσσαρα δάκτυλα στα μπροστινά άκρα (χέρια) και πέντε δάκτυλα στα πίσω άκρα (πόδια) και σε αντίθεση με τα ερπετά δεν διαθέτουν όνυχα στα δάκτυλά τους. Στα άνουρα αμφίβια, τα πίσω άκρα είναι μεγαλύτερα και πιο δυνατά από τα μπροστά καθώς τα άτομα αυτά μετακινούνται με άλματα.

Ακοή

Η ακοή στα άνουρα είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη αλλά υστερεί σημαντικά στα ουροδελή. Στα άνουρα δεν εντοπίζεται εξωτερικό αυτί αλλά μια μεγάλη τυμπανική μεμβράνη η οποία με τη βοήθεια ενός συστήματος οστών μεταφέρει τις δονήσεις του ήχου στο εσωτερικό αυτή. Μέσω του συστήματος αυτού, τα άνουρα είναι ικανά να διακρίνουν ήχους υψηλών συχνοτήτων μέσω των οποίων μπορούν να διακρίνουν τα άτομα του είδους τους και να εντοπίσουν ταίρι την περίοδο του ζευγαρώματος.

Όραση

Τα περισσότερα είδη αμφιβίων διαθέτουν πολύ καλή όραση, τόσο στο φώς, όσο και στο σκοτάδι. Τα μάτια των αμφιβίων είναι σαφώς πιο σύνθετα και βελτιωμένα από αυτά των ασπονδύλων και αποτελούν το πρώτο βήμα για την εμφάνιση των πιο ανεπτυγμένων ματιών στα σπονδυλόζωα. Μέσω αυτών μπορούν να διακρίνουν διάφορα μήκη κύματος καθώς και να αντιληφθούν το βάθος πεδίου.

Αναπαραγωγή

Τα αμφίβια αναπαράγονται μέσω εξωτερική γονιμοποίηση η οποία συμβαίνει σε υδάτινο περιβάλλον. Ακόμα και είδη τα οποία παρουσιάζουν υψηλό βαθμό ανεξαρτησίας από το νερό, επιστέφουν σε λίμνες και υδατοσυλλογές για να ζευγαρώσουν. Το θηλυκό αποθέτει αρκετές εκατοντάδες αυγά στο νερό τα οποία το αρσενικό επιβρέχει με το σπέρμα του. Τα αυγά εκκολάπτονται σε γυρίνους οι οποία εξαρτώνται άμεσα από το νερό. Με την ενηλικίωση οι γυρίνοι μεταμορφώνονται σε τέλεια άτομα τα οποία μπορούν να βγουν και να απομακρυνθούν από το νερό.

Δηλητήριο

Αρκετά αμφίβια εκκρίνουν δηλητήριο από τους επιδερμικούς τους αδένες το οποίο προστατεύει από τους θηρευτές. Σε ορισμένα είδη της νοτίου Αμερικής, το δηλητήρια αυτό είναι πολύ ισχυρό και μπορεί να προκαλέσει ακόμα και θάνατο.



Οικογένειες που συναντώνται στην Κύπρο


ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ HYLIDAE:

Η οικογένεια των δεντροβατράχων επιδεικνύει έντονη εξελικτική επιτυχία με 870 είδη χωρισμένα σε 50 γένη. Τα περισσότερα, όπως υποδηλώνει και το όνομα της οικογένειας είναι δενδρόβια, αλλά κάποια είναι χερσαία ή ημι-υδατικά. Χαρακτηρίζονται από φουσκωμένους οφθαλμούς οι οποίοι προσδίδουν διόφθαλμη όραση και από τα "μαξιλαράκια" στα πέλματα τους. Τα άκρα τους είναι συνήθως μακριά, για ευκολία σκαρφαλώματος σε λείες επιφάνειες. Στην Κύπρο, το μόνο είδος που συναντάται είναι ο Δενδρόβιος βάτραχος.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ RANIDAE:

Τα είδη της οικογένειας Ranidae ονομάζονται και "Πραγματικοί Βάτραχοι" λόγω της τυπικής εμφάνισης τους. Είναι η πιο διαδεδομένη πακγοσμίως οικογένεια άνουρων με περίπου 315 είδη εξαπλωμένα σε όλες τις ηπείρους εκτός της Ανταρκτικής. Συνήθως έχουν μικρό μέγεθος (4-8cm) και παρουσιάζουν λείο και υγρό δέρμα, μυώδη πόδια και μεμβράνες μεταξύ των δακτύλων των πίσω ποδιών τους. Στην Κύπρο εμφανίζεται ένας μόνο αντιπρόσωπος της οικογένειας, ο Λεβαντοβάτραχος.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ BUFONIDAE:

Η οικογένεια των "Πραγματικών Φρύνων" περιλαμβάνει 500 είδη σε όλες τις ηπείρους εκτός της Ανταρκτικής και της Αυστραλίας. Χαρακτηρίζονται από το ξηρό και γεμάτο εξωγκώματα δέρμα τους και το συνολικά φουσκωτό σώμα τους. Πίσω από τα μάτια τους παρατηρούνται εξωγκώματα, τα οποία αποτελούν σιελογόνους αδένες, των οποίων η παραγώμενη ουσία είναι κάποιες φορές τοξική. Στο νησί της Κύπρου εμφανίζεται ο Πρασινόφρυνος.